-
1 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
2 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων). -
3 производств^
производств^с1. (изготовление) ἡ παραγωγή, ἡ κατασκευή:орудия \производств^а τά ἐργαλεία παραγωγής· средства \производств^а эк. τά μέσα παραγωγής· способ \производств^а ὁ τρόπος παραγωγής· промышленное \производств^ ἡ βιομηχανική παραγωγή· серийное \производств^ ἡ μαζική βιομηχανική παραγωγή· \производств^ зерна ἡ σιτοπαραγωγή, ἡ παραγωγή σιτηρών2. (выполнение) ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ διεξαγωγή:\производств^ опытов ἡ ἐκτέλεση πειραμάτων3. (предприятие) τό ἐργοστάσιο[ν], ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση. -
4 стенобитный
επ.της τοιχωρυχίας•-ые орудия εργαλεία τοιχωρυχίας.